ΡΩΜΑΙΪΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ

 

Ὅπως συμβαίνει μὲ ὅλους τοὺς πολιτισμένους λαούς, ἔτσι καὶ οἱ Ἕλληνες διαμόρφωσαν τὴν ἱστορία τους μέσα στοὺς αἰῶνες ἄλλοτε μὲ ἔνοπλους ἀγῶνες καὶ ἄλλοτε μὲ πολιτιστικὰ δημιουργικὰ ἐπιτεύγματα. Ἡ πλούσια μακραίωνη ἱστορία μας καταλαμβάνει πολλοὺς τόμους σὲ ἱστορικὰ βιβλία καὶ ἐγκυκλοπαίδειες, ἀλλὰ καὶ τὰ πολιτιστικά μας δημιουργήματα κατέ­στησαν πολλὲς φορὲς ἀξιοζήλευτα ἀπὸ ἄλλους λαούς, ὥστε πολλὰ ἀπὸ αὐ­τὰ ἔγιναν ἀντικείμενο εἴτε μιμήσεως εἴτε κλοπῆς. Πολλὰ ἀρχαῖα ἢ βυζαντι­νά ἔργα τέχνης βρίσκονται σήμερα «αἰχμαλωτισμένα» σὲ ξένα μουσεῖα. Παράλληλα, πολλὲς δυτικὲς τεχνοτροπίες σὲ διάφορες μορφὲς τέχνης, (γλυπτική, ζωγραφική, ἀρχιτεκτονική, μουσική, λογοτεχνία), δὲν κρύβουν τὰ ἐμφανῆ σημεῖα ἐπηρεασμοῦ τους ἀπὸ τὶς ἀντίστοιχες ἀρχαιοελληνικὲς καὶ βυζαντινές.

Τὸ πλέον δυσάρεστο ὅμως γεγονὸς εἶναι ὅτι μετὰ τὴν ἵδρυση τοῦ νεοελλη­νικοῦ κράτους καὶ ἰδιαιτέρως μετὰ την βαυαροκρατία, λησμονήσαμε τὴν πολιτιστική μας παράδοση καὶ στραφήκαμε στὴν τυφλὴ ἀπομίμηση τῶν δυ­τικῶν πολιτιστικῶν προτύπων. Οἱ δυτικοὶ κυβερνῆτες μας κατέβαλαν ἔντο­νες προσπάθειες καὶ τελικά κατόρθωσαν νὰ ἐμφυσήσουν στοὺς νεοέλληνες τὴν περιφρόνηση πρὸς τὴν δική τους (δῆθεν ἐπαρχιώτικη καὶ ξεπερασμένη) παράδοση καὶ νὰ στραφοῦν πρὸς τὴν (δῆθεν πεφωτισμένη) δυτικὴ κουλτού­ρα. Πολὺ χαρακτηριστικὰ ὁ καθηγητὴς Χρῆστος Γιανναρᾶς παρατηρεῖ ὅτι οἱ ὑπόδουλοι Ἕλληνες ἀκόμα καὶ κατὰ τὴν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας εἶχαν πολιτιστικὴ παραγωγή, ἡ ὁποία ὅμως μετατράπηκε σὲ τυφλὴ δυτικόστροφη ἀπομίμηση μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση.

Ἕνας ἀπὸ τοὺς τομεῖς πολιτισμοῦ τῆς παραδόσεώς μας, ὁ ὁποῖος ὑπέστη ἔντονα αὐτὴν τὴν κακοποίηση εἶναι ἡ μουσική. Στὸ ὑπ. ἀριθμ. 8 τεῦχος τοῦ «Ἐρῶ», (σ. 121-122), ὁ καθηγητὴς Ἀθανάσιος Βουρλῆς ἀναφέρεται μὲ σαφή­νεια στὴ μουσικὴ παράδοση τῶν ἀρχαίων προγόνων μας, ἡ ὁποία δεχόμενη φυσιολογικὰ τὶς μουσικὲς ἐπιδράσεις γειτονικῶν λαῶν, συνεχίστηκε ἀδιά­κοπα καθ΄ ὅλην τὴν ρωμαϊκὴ μεσαιωνικὴ περίοδο λαμβάνοντας τὴν μορφὴ τῆς λεγόμενης βυζαντινῆς μουσικῆς, εἴτε κοσμικῆς εἴτε ἐκκλησιαστικῆς. Ἡ μουσικὴ αὐτὴ μορφὴ ἀπετέλεσε τὴν κατ΄ ἐξοχὴν μελωδικὴ ἔκφραση τῶν προγόνων μας σὲ κάθε κοινωνικὴ περίσταση· ἔγινε ἡ μουσική μας. Ἡ ἴδια μουσικὴ τεχνοτροπία ἀξιοποιήθηκε καὶ στὴν ἐκκλησιαστικὴ λατρεία κατὰ τὴν βυζαντινὴ περίοδο, ἰδίως στὸν χῶρο τῆς βαλκανικῆς χερσονήσου καὶ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, μὲ τὴν μόνη διαφορὰ ὅτι στοὺς ἱεροὺς ναοὺς χρησιμοποι­ήθηκε μόνο ἡ ἀνθρώπινη φωνὴ χωρὶς τὴν συνοδεία μουσικῶν ὀργάνων.

Μὲ τὴν πάροδο τῶν αἰώνων ἡ μουσικὴ αὐτὴ τεχνοτροπία γνώρισε τὴν φυ­σιολογική της ἐξέλιξη. Ἡ ρωμαίικη παράδοση τῆς προσέδωσε ἀπαράμιλλη ποικιλία ἀναλόγως μὲ τὶς τοπικές, ἐπαγγελματικὲς καὶ κοινωνικὲς ἰδιαιτερό­τητες τῶν ἀνθρώπων ποὺ κατοικοῦσαν στὴν περιοχὴ τῆς βυζαντι­νῆς ρωμιοσύνης. Κατέστη μουσικὴ τεχνοτροπία, ἡ ὁποία ἀγκάλιασε μὲ πο­λὺ μεγάλη ἐπιτυχία τὶς ἐκδηλώσεις χαρᾶς, λύπης, ἡρωισμοῦ, ἀγάπης, πα­τριωτισμοῦ καὶ ἀναφορᾶς στὸ φυσικὸ περιβάλλον. Μὲ τὴ μορφὴ αὐτὴ εἶναι γνωστὴ ὑπὸ τὸν τίτλο «δημοτικὴ» ἢ «δημώδης» μουσική. Εἶναι γνωστὲς οἱ διαφοροποιήσεις καὶ τὰ ποικίλα δημοτικὰ μουσικὰ ἀκούσματα μὲ τὶς ἰδιαι­τερότητες τῶν νησιῶν, τῆς Πελοποννήσου, τῆς Ρούμελης, τῆς Ἠπείρου, τῆς Θεσσαλίας, τῆς Μακεδονίας καὶ τῆς Θράκης, τῆς Κρήτης, τοῦ Πόντου, τῆς Κύπρου, τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ Κωνσταντινουπόλεως. Πρόκειται γιὰ ἕναν ἀσύγκριτο μουσικὸ πλοῦτο. Στὴ συνέχεια, αὐτὸ τὸ εἶδος μουσικῆς ἐπηρέασε καὶ ἀρκετοὺς σύγχρονους μουσικοσυνθέτες τοῦ ἐντέχνου, κυρίως, νεοελλη­νικοῦ τραγουδιοῦ. Τελικά, δὲν χρειάζεται νὰ προσπαθήσουμε πολὺ γιὰ νὰ διαπιστώσουμε ὅτι ἡ ρωμαίικη, (βυζαντινὴ) μουσικὴ εἶναι ἡ δική μας, ἡ ἑλ­ληνικὴ μουσική.

Ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω προκύπτει τὸ λογικὸ ἐρώτημα: Γιατὶ σήμερα δὲν καλλι­εργεῖται ὅσο θὰ ἔπρεπε ἡ μουσική μας παράδοση; Γιατὶ ἀσχολοῦνται μὲ αὐ­τὴν σχεδὸν μόνο ἰδιῶτες ἔχοντας ὡς ἐφαλτήριο τὴν προσω­πική τους διάθεση καὶ τὸ «μεράκι»; Εὐτυχῶς, μὲ προσπάθειες ἐκκλησιαστι­κῶν κυρίως ἀνθρώπων ἔχει καταγραφεῖ καὶ διασωθεῖ ὁ θησαυρὸς τῆς ρω­μαίικης ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς καὶ σήμερα ὅλοι ἔχουν εὔκολα πρόσβαση στὸ μεγάλο πλῆθος τῶν ἐκκλησιαστικῶν μουσικῶν κειμένων. Μάλιστα, τὸ εὐχάριστο εἶναι ὅτι ἡ παραγωγὴ δὲν τερματίστηκε, καθὼς πολλοὶ σύγχρο­νοι μουσικοδιδάσκαλοι τῆς βυζαντινῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς συνθέ­τουν νεώτερα μελίσματα βασιζόμενοι πάντα στὴν βυζαντινὴ παράδοση. Παράλληλα, πάλι μετὰ ἀπὸ ἰδιωτικές, κυρίως, πρωτοβουλίες καταγράφηκε καὶ διασώθηκε ἕνα μεγάλο μέρος τῆς δημώδους μουσικῆς παραδόσεως τοῦ ἀπανταχοῦ Ἑλληνισμοῦ.

Πολλοὶ εἶναι οἱ ἀφανεῖς καὶ φανεροὶ ἥρωες, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίστηκαν καὶ ἀφοσιώθηκαν ψυχῇ τε καὶ σώματι στὴν προσπάθεια τῆς καταγραφῆς καὶ διαδόσεως τῆς ρωμαίικης παραδόσεώς μας. Ὡστόσο, δὲν ἔτυχαν τῆς ἀνάλο­γης προβολῆς, τόσο οἱ ἴδιοι, ὅσο καὶ τὸ ἔργο τους. Λίγοι, ἰδιαιτέρως οἱ νέοι, γνωρίζουν σήμερα τὸ ἔργο τῆς ἀείμνηστης Δώρας Στράτου, ἡ ὁποία μὲ πο­λὺ κόπο καὶ μεγάλο ἀγῶνα διέσωσε καὶ διέδωσε τοὺς παραδοσιακοὺς χο­ροὺς καὶ ἐνδυμασίες. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὸ κολοσσιαῖο ἔργο τῆς ἀξέ­χαστης Δόμνας Σαμίου καὶ τοῦ Χρόνη Ἀηδονίδη, οἱ ὁποῖοι ἀσχολήθηκαν μὲ τὸ παραδοσιακὸ ρωμαίικο τραγούδι συνεχίζοντας τὶς ἄοκνες προσπάθειες τοῦ Σίμωνα Καρρᾶ. Τὸ παρήγορο εἶναι ὅτι ἐκτὸς τῶν προαναφερθέντων, πολλοὶ εἶναι οἱ θιασῶτες τῆς παραδοσιακῆς μας τέχνης ἐργαζόμενοι κυρίως στὸ παρασκήνιο τῆς δημοσιότητας γιὰ τὴν καλλιέργειά της.

Ὡστόσο, θὰ πρέπει νὰ γίνουν ἀποφασιστικὰ βήματα καὶ ἀπὸ τὴν πολι­τεία. Εἶναι ἐλάχιστη ἕως ἀνύπαρκτη ἡ συμμετοχὴ τοῦ δημόσιου παράγοντα στὴν προσπάθεια καλλιέργειας τῆς μουσικῆς μας. Ἡ παραδοσιακὴ ρωμαίι­κη μουσικὴ ἀπουσιάζει σχεδὸν παντελῶς ἀπὸ τὰ ἀναλυτικὰ προγράμματα τοῦ δημοσίου ἐκπαιδευτικοῦ συστήματος. Στὰ πλαίσια τοῦ μουσικοῦ μαθή­ματος στὸ δημοτικὸ σχολεῖο καὶ στὸ γυμνάσιο ἡ ἀναφορὰ στὴν ἑλληνικὴ μουσικὴ παράδοση εἶναι ἐλάχιστη καὶ φευγαλέα. Ἀντιθέτως, τονίζεται ὑπέρμετρα ἡ σπουδὴ τῆς δυτικῆς μουσικῆς. Κατὰ παρόμοιο τρόπο, (ἐξαιρου­μένης μίας μόνο τηλεοπτικῆς ἐκπομπῆς), εἶναι παραμελημένη καὶ ἡ προβο­λὴ τῆς μουσικῆς μας ἀπὸ τὰ Μ.Μ.Ε. Ραδιοφωνικοὶ καὶ τηλεοπτικοὶ σταθμοὶ ἀποφεύγουν νὰ ἀσχοληθοῦν μὲ αὐτήν, διότι προφανῶς δὲν εἶναι «ἐμπορι­κή». Μόνο περιστασιακὰ σὲ παραμονὲς μεγάλων Χριστιανικῶν ἑορτῶν, (ὅπως τὸ Πάσχα), ὁρισμένα ἔντυπα διακινοῦν ψηφιακοὺς δίσκους μὲ παρα­δοσιακὴ μουσική, γιατὶ τότε παρατηρεῖται αὐξημένη «ἐμπορικότητα». Αὐτὸ τὸ γενικότερο κλίμα ἐπηρέασε ἀρνητικὰ καὶ πολλοὺς νεοέλληνες, οἱ ὁποῖοι δείχνουν ἀπροθυμία ἐνασχολήσεως μὲ τὴν ἑλληνικὴ μουσική. Δύσκολα θὰ ἀνακαλύψουμε σήμερα γονεῖς οἱ ὁποῖοι παροτρύνουν τὰ παιδιά τους νὰ ἀσχοληθοῦν μὲ κάποια μορφὴ παραδοσιακῆς ρωμαίικης τέχνης.

Εἰδικότερα, ἡ σημερινὴ νεολαία δὲν ἔχει στενοὺς δεσμοὺς μὲ τὴν ἑλληνικὴ μουσικὴ παράδοση. Βομβαρδίζονται συστηματικὰ μὲ δυτικοῦ τύπου μουσι­κὰ πρότυπα. Ἡ μουσικὴ εἶναι ἕνας καλλιτεχνικὸς τομέας, ὁ ὁποῖος ἀπαιτεῖ κάποιο ἰδιαίτερο αἰσθητήριο, ἢ ἔστω κάποιο ἰδιαίτερο τάλαντο, προκειμένου κάποιος νὰ τὴν καλλιεργήση συστηματικά. Οἱ νεαροὶ νεοέλληνες οἱ ὁποῖοι ἔχουν αὐτὸ τὸ τάλαντο καὶ τὴν διάθεση νὰ ἐντρυφήσουν στὴν μουσικὴ τέ­χνη καθοδηγοῦνται ἐκ τῶν πραγμάτων σχεδὸν ἀποκλειστικὰ στὴν πάσης μορφῆς δυτικόστροφη μουσικὴ τεχνοτροπία καὶ ὄχι στὴν ἑλληνική· δὲν τοὺς δόθηκε ποτὲ τὸ κατάλληλο ἔναυσμα. Ἡ ἑλληνικὴ παραδοσιακὴ τέχνη γενι­κότερα περιβάλλεται ἀκόμα ἀπὸ τὴν βαυαρικὴ κατηγοριοποίηση τῆς ἐπαρ­χιώτικης καὶ παρῳχημένης. Αὐτὸ ἀποθαρρύνει ὁποιονδήποτε φιλότεχνο ἢ φιλόμουσο νὰ τὴν ἀγγίξη, νὰ τὴν ἐρευνήση, νὰ τὴν ἀγαπήση καὶ νὰ τὴν καλλιεργήση. Ἀσφαλῶς, δὲν πρέπει νὰ δαιμονοποιηθῆ ἡ δυτικὴ μουσική· εἶ­ναι καὶ αὐτὴ μία ἀξιόλογη καὶ σημαντικὴ μορφὴ τέχνης. Πρέπει ὅμως νὰ πάψη ἡ περιθωριοποίηση καὶ ὑποτίμηση τῆς ἑλληνικῆς μουσικῆς παραδό­σεως. Πρέπει νὰ διδάσκεται καὶ νὰ προβάλλεται καὶ αὐτή. Πρέπει ἡ πολι­τεία, τὰ Μ.Μ.Ε. καὶ γενικότερα ἡ νεοελληνικὴ κοινωνία νὰ ξαναβροῦν τὴν ἀξία της καὶ νὰ τὴν χρησιμοποιήσουν μὲ σκοπὸ τὴν ἀφύπνισή μας. Μόνο μὲ τὸν ἀναβαπτισμὸ στὴν ἑλληνικὴ παράδοση θὰ ἀποκτήσουμε τὴ δυνατότη­τα ἐπιστροφῆς εἰς ἑαυτόν· νὰ πάψουμε ὡς ἔθνος νὰ πριονίζουμε τὸ κλαδὶ πάνω στὸ ὁποῖο στηριζόμαστε καὶ νὰ βροῦμε πάλι τὸν δρόμο τῆς δημιουρ­γίας καὶ τῆς προόδου.